- πολύμυθος
- πολῠμῡθος, -ον1 rich in legend ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι pr. P. 9.76
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… … Dictionary of Greek
πολύμυθος — πολύμῡθος , πολύμυθος wordy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμυθον — πολύμῡθον , πολύμυθος wordy masc/fem acc sg πολύμῡθον , πολύμυθος wordy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
νηριτόμυθος — νηριτόμυθος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό μυθος, ποικιλό μυθος)] … Dictionary of Greek
πολυμυθία — ἡ, ΜΑ [πολύμυθος] πολυλογία … Dictionary of Greek
πουλύμυθος — ον, Α βλ. πολύμυθος … Dictionary of Greek
πολύμυθε — πολύμῡθε , πολύμυθος wordy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμυθοι — πολύμῡθοι , πολύμυθος wordy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)